- πιθανοκρατία
- η, Ν(φιλοσ.)1. το αξίωμα που διατυπώνεται συνήθως από σκεπτικιστές για την ανθρώπινη γνώση, κατά το οποίο η ανθρώπινη γνώση έχει μόνο αξία πιθανότητας, γιατί η απόλυτη αλήθεια δεν μπορεί να γίνει γνωστή2. (ηθ.) η αρχή που διατυπώθηκε από τους αρχαίους σοφιστές και τους ιησουίτες και η οποία διακηρύσσει ότι κριτήριο τής ηθικότητας είναι η υποκειμενική εκτίμηση καθενός και ότι στην αβεβαιότητα τής συνειδήσεως για το εκάστοτε πρακτέο μπορεί κανείς να ακολουθήσει ὁχι αποκλειστικά την λογικά πιθανότερη ή ασφαλέστερη αρχή, αλλά κάποιαν αντίθετη ή διαφορετική, που βασίζεται σε λιγότερο πιθανή άποψη, εφόσον εσωτερικοί λόγοι ή το κύρος μιας αυθεντικής προσωπικότητας συνηγορούν υπέρ αυτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιθανός + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. λογικο-κρατία].
Dictionary of Greek. 2013.